προδανειστής

προδανειστής
ὁ, Α [προδανείζω]
1. αυτός που δανείζει πρώτος ή προηγουμένως χρήματα για δημόσιες ανάγκες
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αυτός που παρέχει εγγυήσεις για κάποιον που δανείζεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προδανειστής — one who advances money masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”